δεκάρικος

δεκάρικος
-η, -ο
1. αυτός που έχει αξία μιας δεκάρας, ασήμαντος: Μας έβγαλε ένα δεκάρικο λόγο.
2. το ουδ. ως ουσ., δεκάρικο νόμισμα αξίας δέκα ευρώ (στο παρελθόν, δέκα δραχμών), δεκάδραχμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεκάρικος — η, ο [δεκάρα] 1. όποιος έχει αξία δέκα λεπτών, μιας δεκάρας («δεκάρικος καφές») 2. το ουδ. ως ουσ. δεκάρικο νόμισμα μεταλλικό αξίας δέκα δραχμών 3. φρ. «έβγαλε ένα δεκάρικο» για ανούσιο και άστοχο, σοβαροφανή ρητορικό λόγο …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πεντάρικος — η, ο [πεντάρα] 1. αυτός που αξίζει μια πεντάρα 2. μτφ. (για λόγους και αγορεύσεις) στομφώδης και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, δεκάρικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”