- δεκάρικος
- -η, -ο1. αυτός που έχει αξία μιας δεκάρας, ασήμαντος: Μας έβγαλε ένα δεκάρικο λόγο.2. το ουδ. ως ουσ., δεκάρικο νόμισμα αξίας δέκα ευρώ (στο παρελθόν, δέκα δραχμών), δεκάδραχμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.